- κυάμους
- κύαμοςbeanmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
CYAMITA — templum Heroi sacrum, qui fabas serendi modum primus Graecis tradidisse memoratur Pausaniae, l. 1. κύαμος enim faba est, 2. mill. pass. Eleusine, in agro Attico: cuius hodieque rudera supersunt. Iac. Sponius, Itiner. Graeciae Part. 2. p. 278.… … Hofmann J. Lexicon universale
PYTHAGORAS — I. PYTHAGORAS Euagorae filius, Diodor. l. 15. f. 460. recuperavit paternum regnum et bellô Persicô stetit a partibus Alexandri, Qu. Curt. l. 4. c. 3. II. PYTHAGORAS Exoletus, cui Nero, in modum sollemninium coniugiroum, denupsit, C. Lecaniô, M.… … Hofmann J. Lexicon universale
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale
Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… … Dictionary of Greek
κληρομαντεία — η (κατά την αρχαιότητα) είδος μαντείας που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι Ρωμαίοι και κατά την οποία μάντευαν με το σύστημα τού κλήρου χρησιμοποιώντας βέλη, κύβους, αστραγάλους ή κυάμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + μαντεία. Ο τ. μαρτυρείται από το 1815… … Dictionary of Greek
κυάμινος — κυάμινος, ίνη, ον (AM) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή προέρχεται από κυάμους («κυάμινον ἄλευρον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ινος, (πρβλ. καλάμ ινος, σησάμ ινος)] … Dictionary of Greek
κυαμευτής — κυαμευτής, ὁ (Α) [κυαμεύω] αυτός που ψηφίζει με κυάμους, με κουκιά … Dictionary of Greek
κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… … Dictionary of Greek